vorteilhaft - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

vorteilhaft - translation to Αγγλικά


vorteilhaft      
advantageous, beneficial, profitable, lucrative
unbecoming      
adj. ungeschicklich; unvorteilhaft
unfavorable conditions      
unvorteilhafte Bedingungen
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για vorteilhaft
1. Außerdem ist vorteilhaft, dass wir sehr dezentral aufgestellt sind.
2. Für Ford dagegen sehen die Branchenexperten eine Allianz mit Toyota als vorteilhaft an.
3. Ein Betrieb über die vereinbarten Restlaufzeiten hinaus sei betriebswirtschaftlich vorteilhaft und energiewirtschaftlich sinnvoll.
4. Aus deutscher Sicht mag etwa eine Erdgasleitung auf dem Boden der Ostsee vorteilhaft erscheinen.
5. In einigen Bereichen sei die Reform nicht vorteilhaft für Mecklenburg–Vorpommern, sagte Ringstorff im Deutschlandradio Kultur.